- μισθίοις
- μίσθιοςsalariedmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μίσθιος — ία, ιο (ΑΜ μίσθιος, ία, ιον) [μισθός] αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας μισθό, μισθωτός («τῶν δὲ Σπαρτιατῶν παῑδας οὐκ ἐπ ὠνηταῑς, οὐδὲ μισθίοις ἐποιήσατο παιδαγωγοῑς ὁ Λυκοῡργος», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που νοικιάζεται («μίσθιο χωράφι») 2. το… … Dictionary of Greek